Ο λοστρόμος ο γραικός
φίλος μου αδελφικός
όλο κι όλο του το βιος
μια χρωματιστή μποτίλια.
Έπινε γουλιά γουλιά
καθιστός στην αντηλιά
κι έλεγε “πότε θα βρω
μια ζεστή κι εγώ φαμίλια”.
Με τα χέρια λερωμένα
από άγκυρες και κάβους
στο μυαλό του σεργιανούσαν
οι γοργόνες του πελάγους.
Ο λοστρόμος ο γραικός
που βλαστήμαγε διαρκώς
ξεμπαρκάρισε προχτές
μοναχός στην Κεϊλάνη.
Έχει μείνει ορφανή
μια μποτίλια αδειανή
που μαζί κάθε βραδιά
το παράπονο μάς πιάνει
|
O lostrómos o grekós
fílos mu adelfikós
ólo ki ólo tu to vios
mia chromatistí botília.
Έpine guliá guliá
kathistós stin antiliá
ki élege “póte tha vro
mia zestí ki egó família”.
Me ta chéria leroména
apó ágkires ke kávus
sto mialó tu sergianusan
i gorgónes tu pelágus.
O lostrómos o grekós
pu vlastímage diarkós
ksebarkárise prochtés
monachós stin Keiláni.
Έchi mini orfaní
mia botília adianí
pu mazí káthe vradiá
to parápono más piáni
|