Μάγκας, μάγκας κένταγε καράβια
στο δεξί το χέρι του
και με τ’ άλλο χέρι κρύβει
το χρυσό μαχαίρι του.
Μάγκας, μάγκας χτύπαγε τις πόρτες
μες στα ξημερώματα
και φορούσε για κουστούμι
της αυγής τα χρώματα.
Μάγκας, μάγκας έμπαινε στους κήπους
και λουλούδια έπαιρνε
και ξημέρωμα στο στρώμα
μοναχός του έγερνε.
Μάγκας, μάγκας γύριζε τον κόσμο
και ονειρευότανε
μες στα σκοτεινά σου μάτια
νύχτα να πνιγότανε.
|
Mágkas, mágkas kéntage karávia
sto deksí to chéri tu
ke me t’ állo chéri krívi
to chrisó macheri tu.
Mágkas, mágkas chtípage tis pórtes
mes sta ksimerómata
ke foruse gia kustumi
tis avgís ta chrómata.
Mágkas, mágkas ébene stus kípus
ke luludia éperne
ke ksiméroma sto stróma
monachós tu égerne.
Mágkas, mágkas girize ton kósmo
ke onirevótane
mes sta skotiná su mátia
níchta na pnigótane.
|