Άρπαξε την πόλη αέρας
χαρτιά σακούλες σαν πουλιά στον ουρανό
Έμεινε με το βλέμμα του αδειανό
Φωνάζει η θύελλα, σαν να ναι αρχαίο τέρας
Πάει καιρός που νιώθει ότι ξεχνάει
μιαν άλλη πόλη μια πατρίδα κάπου αλλού
Ένας παλιάτσος απ’ την πόρτα του περνάει
γελάει και τον πειράζει, τα ίδια του αραδιάζει
Ήρθαμε από μακριά και πάω στοίχημα
πως δε θυμάσαι από όσο ξέρω τίποτα
ο Μάγος που έφτιαξε τα σκηνικά είσαι εσύ
και μένουν όρθια απ’ τα κόλπα σου τα ανείπωτα
Πέρασαν χρόνια κι άδειασε η αυλή του
δεν τον πειράζει πια ο Γελωτοποιός
ούτε και ο ίδιος πια θυμάται τη ζωή του
ούτε τον νοιάζει πλέον ο καιρός
|
Άrpakse tin póli aéras
chartiá sakules san puliá ston uranó
Έmine me to vlémma tu adianó
Fonázi i thíella, san na ne archeo téras
Pái kerós pu nióthi óti ksechnái
mian álli póli mia patrída kápu allu
Έnas paliátsos ap’ tin pórta tu pernái
gelái ke ton pirázi, ta ídia tu aradiázi
Ήrthame apó makriá ke páo stichima
pos de thimáse apó óso kséro típota
o Mágos pu éftiakse ta skiniká ise esí
ke ménun órthia ap’ ta kólpa su ta anipota
Pérasan chrónia ki ádiase i avlí tu
den ton pirázi pia o Gelotopiós
ute ke o ídios pia thimáte ti zoí tu
ute ton niázi pléon o kerós
|