Τα χέρια του είν’ η φωνή,
φωνή δυνατή που δεν λέει πως πονεί,
χιόνια και βροχή,
η ματιά του θολή και κλεισμένοι ουρανοί.
Στην ξενιτειά, οι σκιές τον βαραίνουν,
λίγα λιόδεντρα, μαύρο ψωμί,
χιόνια και νερά
και χαμένη χαρά, το παράπονο υφαίνουν.
Μάνα μου, μαύρο μαντήλι, πόρτα, στον ήλιο, ανοιχτή,
κράτησες δυόσμο στα χείλη, αύριο έρχεται γιορτή,
θα `ρθω στο θέρος, στον τρύγο, θάμπος τ’ αλώνι ξανά,
όλο κινάω για να φύγω, τα χέρια μου αδειανά.
Ψεύτρα η προκοπή,
δεν του το `χανε πει, κι ο καημός του ντροπή,
πίσω στα παλιά,
δάκρυα και φιλιά, κελαηδούν τα πουλιά.
Το κυπαρίσσι που δέρνουν οι ανέμοι,
στου πατέρα την πέτρα, φωτιά,
κλείσε την πληγή, ο καιρός που αργεί
κι η καρδιά περιμένει.
Μάνα μου, μαύρο μαντήλι, πόρτα, στον ήλιο, ανοιχτή,
κράτησες δυόσμο στα χείλη, αύριο έρχεται γιορτή,
θα `ρθω στο θέρος, στον τρύγο, θάμπος τ’ αλώνι ξανά,
όλο κινάω για να φύγω, τα χέρια μου αδειανά.
|
Ta chéria tu in’ i foní,
foní dinatí pu den léi pos poni,
chiónia ke vrochí,
i matiá tu tholí ke klisméni urani.
Stin ksenitiá, i skiés ton varenun,
líga liódentra, mavro psomí,
chiónia ke nerá
ke chaméni chará, to parápono ifenun.
Mána mu, mavro mantíli, pórta, ston ílio, anichtí,
krátises diósmo sta chili, avrio érchete giortí,
tha `rtho sto théros, ston trígo, thábos t’ alóni ksaná,
ólo kináo gia na fígo, ta chéria mu adianá.
Pseftra i prokopí,
den tu to `chane pi, ki o kaimós tu ntropí,
píso sta paliá,
dákria ke filiá, kelaidun ta puliá.
To kiparíssi pu dérnun i anémi,
stu patéra tin pétra, fotiá,
klise tin pligí, o kerós pu argi
ki i kardiá periméni.
Mána mu, mavro mantíli, pórta, ston ílio, anichtí,
krátises diósmo sta chili, avrio érchete giortí,
tha `rtho sto théros, ston trígo, thábos t’ alóni ksaná,
ólo kináo gia na fígo, ta chéria mu adianá.
|