Μέσα στην ομίχλη των ματιών σου
είδα κάποιο σάστισμα να σβήνει
μου είπες ήταν κάποια σκοτοδίνη
που δε σ’ άφηνε τα μάτια μου να δεις
Όχι ξέρω πως δε μου `πες την αλήθεια
κάτι θέλεις να ζητήσεις μα φοβάσαι
ίσως έγινε συνήθεια να λυπάσαι
αφού τίποτε ν’ αλλάξεις δεν μπορείς
Μου ζητάς να φτιάξω φιόγκους από πίκρες
να τους πλέξω δένοντάς τους δυνατά
να μην μένουν άλλα λόγια μας αλλά
μόνο λέξεις που να λένε την αλήθεια
Σου το κρύβω μα δεν είμαι δυνατός
ίσως πιότερο ποτέ μη σε πικράνω
μα θα ζω να πολεμώ ότι δε φτάνω
κι ας με λένε κάποιοι αδέξιο και μικρό
|
Mésa stin omíchli ton matión su
ida kápio sástisma na svíni
mu ipes ítan kápia skotodíni
pu de s’ áfine ta mátia mu na dis
Όchi kséro pos de mu `pes tin alíthia
káti thélis na zitísis ma fováse
ísos égine siníthia na lipáse
afu típote n’ alláksis den boris
Mu zitás na ftiákso fiógkus apó píkres
na tus plékso dénontás tus dinatá
na min ménun álla lógia mas allá
móno léksis pu na léne tin alíthia
Su to krívo ma den ime dinatós
ísos piótero poté mi se pikráno
ma tha zo na polemó óti de ftáno
ki as me léne kápii adéksio ke mikró
|