Τον ξέρω για ευαίσθητο και για παραπονιάρη
τον πάω στην Ακρόπολη, μετά στο Λουμπαρδιάρη”
Με γιασεμάκι χιώτικο, λευκό χρυσανθεμάκι
Οκτώβρης ήρθε κι άνοιξε του κήπου το πορτάκι
τα μάτια είχε χαμηλά, σεμνά και λυπημένα
και κάτω από τα βλέφαρα δυο σύννεφα κρυμμένα.
Τον ξέρω για ευαίσθητο και για παραπονιάρη
τον πάω στην Ακρόπολη, μετά στο Λουμπαρδιάρη.
Του Αϊ Δημήτρη ανήμερα εχάρηκε η ψυχή του
έτσι που ήλιος έγινε στα μάτια η βροχή του
Την άλλη μέρα το πρωί, θυμάται το ’40
τη σχολική παρέλαση, τη μεθυσμένη μπάντα
τα γυριστά σαξόφωνα και τα χρυσά τρομπόνια
κι αυτός σημαία υψώθηκε στης πόλης τα μπαλκόνια
Τον ξέρω για ευαίσθητο και για παραπονιάρη
τον πάω στην Ακρόπολη, μετά στο Λουμπαρδιάρη.
Του Αϊ Δημήτρη ανήμερα εχάρηκε η ψυχή του
έτσι που ήλιος έγινε στα μάτια η βροχή του.
|
Ton kséro gia evesthito ke gia paraponiári
ton páo stin Akrópoli, metá sto Lubardiári”
Me giasemáki chiótiko, lefkó chrisanthemáki
Októvris írthe ki ánikse tu kípu to portáki
ta mátia iche chamilá, semná ke lipiména
ke káto apó ta vléfara dio sínnefa krimména.
Ton kséro gia evesthito ke gia paraponiári
ton páo stin Akrópoli, metá sto Lubardiári.
Tu Ai Dimítri anímera echárike i psichí tu
étsi pu ílios égine sta mátia i vrochí tu
Tin álli méra to pri, thimáte to ’40
ti scholikí parélasi, ti methisméni bánta
ta giristá saksófona ke ta chrisá trobónia
ki aftós simea ipsóthike stis pólis ta balkónia
Ton kséro gia evesthito ke gia paraponiári
ton páo stin Akrópoli, metá sto Lubardiári.
Tu Ai Dimítri anímera echárike i psichí tu
étsi pu ílios égine sta mátia i vrochí tu.
|