Στα χέρια της μητέρας μου, κοιμόταν ο πατέρας μου
Και η ζωή ξημερώνει στα παιδικά μου μάτια
Και το πρωί που έφευγε, μια ακτίνα του ήλιου ξέφευγε
Και χόρευε στο βήμα του αργά στα σκαλοπάτια
Στο μεσιανό του δάκτυλο μια φαγωμένη βέρα
Κι ανάμεσα στα χείλη του μια ήσυχη γραμμή
Δε μίλαγε μα δάκρυζε, στην πρώτη καλημέρα
Λόγια είναι τα δάκρυα, κρυμμένα στα κορμί
Τους δρόμους που περπάταγε, ασίκικα τους πάταγε
Κι ας ήταν ο πατέρας μου σκαρί συνηθισμένο
Στους ουρανούς αρμένισε και το σακάκι ανέμισε
Καιρός πάει που έφυγε μα εγώ τον περιμένω.
|
Sta chéria tis mitéras mu, kimótan o patéras mu
Ke i zoí ksimeróni sta pediká mu mátia
Ke to pri pu éfevge, mia aktína tu íliu kséfevge
Ke chóreve sto víma tu argá sta skalopátia
Sto mesianó tu dáktilo mia fagoméni véra
Ki anámesa sta chili tu mia ísichi grammí
De mílage ma dákrize, stin próti kaliméra
Lógia ine ta dákria, krimména sta kormí
Tus drómus pu perpátage, asíkika tus pátage
Ki as ítan o patéras mu skarí sinithisméno
Stus uranus arménise ke to sakáki anémise
Kerós pái pu éfige ma egó ton periméno.
|