Γεννήθηκα μες τη σπηλιά του τσιμεντένιου δράκου
από το στόμα του ξερνάει τις φλόγες του θανάτου
στένεψε ο κόσμος, στένεψε, στένεψε το μυαλό μου
η πολιτεία πιο μικρή απ’ το δωμάτιο μου
Σπίτι, τους φίλους, τη δουλειά, όλους θα τους αφήσω
δίχως βοήθεια καμιά, μόνος θα πολεμήσω.
θα πάρω κράνος διχτυωτό απ’ το Μοναστηράκι
θα βάλω πάνω ένα φτερό μαύρο από κοράκι
θα πάρω φτυάρι και κασμά και πετσετέ φουλάρι
θα πάρω δρόμους και βουνά πάνω σ’ ένα μουλάρι.
Είμ’ ο Ρομπέν των καμένων δασών
και των πολυκατοικιών.
Γεννήθηκα μέσα στη γη μια ντάλα μεσημέρι
και σε πλατεία φύτρωσα, σ’ έμα μικρό παρτέρι
στένεψε ο κόσμος στένεψε, στέρεψε η έμπνευσή μου
ο αέρας μου λιγότερος απ’ την αναπνοή μου
Ειμ’ ένα φαλακρό βουνό, γη καταπατημένη
μπουλντόζα ακυβέρνητη, από κλωστή δεμένη.
Είμαι εδώ, δεν είμαι εδώ, δεν ξέρω, δεν κρατιέμαι
θηρίο είμαι ακέφαλο, θηρίο που καταριέμαι
φτάνει ως εδώ, βγάλτε για μένα ένα νόμο
βάλτε με να περνάω γέρους απ’ το δρόμο.
Είμ’ ο Ρομπέν των καμένων δασών
και των πολυκατοικιών.
|
Genníthika mes ti spiliá tu tsimenténiu dráku
apó to stóma tu ksernái tis flóges tu thanátu
sténepse o kósmos, sténepse, sténepse to mialó mu
i politia pio mikrí ap’ to domátio mu
Spíti, tus fílus, ti duliá, ólus tha tus afíso
díchos voíthia kamiá, mónos tha polemíso.
tha páro krános dichtiotó ap’ to Monastiráki
tha válo páno éna fteró mavro apó koráki
tha páro ftiári ke kasmá ke petseté fulári
tha páro drómus ke vuná páno s’ éna mulári.
Im’ o Robén ton kaménon dasón
ke ton polikatikión.
Genníthika mésa sti gi mia ntála mesiméri
ke se platia fítrosa, s’ éma mikró partéri
sténepse o kósmos sténepse, stérepse i ébnefsí mu
o aéras mu ligóteros ap’ tin anapnoí mu
Im’ éna falakró vunó, gi katapatiméni
bulntóza akivérniti, apó klostí deméni.
Ime edó, den ime edó, den kséro, den kratiéme
thirío ime akéfalo, thirío pu katariéme
ftáni os edó, vgálte gia ména éna nómo
válte me na pernáo gérus ap’ to drómo.
Im’ o Robén ton kaménon dasón
ke ton polikatikión.
|