Ήταν μεσημέρι στα ρολόγια τ’ ουρανού
ήτανε σκοτάδι στα μεσάνυχτα του νου
τότε που σε πήραν κι ήρθα πρώτη να σε βρω
καρφωμένο απάνω σ’ ένα δέντρινο σταυρό.
Γύρω σου ποτάμια, κυπαρίσσια και βουνά
σου ‘δειχναν το δρόμο που δε βγάζει πουθενά.
Ήμουνα για σένα και γυναίκα κι αδερφή
πότε Παναγιά σου πότε λύκαινα κρυφή
μου ‘δινες μαχαίρι να μοιράσω το ψωμί
χάρη δε ζητούσες δε ζητούσες πληρωμή.
Τώρα είσαι ξένος τα πουλιά δε χαιρετάς
σ’ άλλα περιβόλια φτερουγίζεις και πετάς.
Γράφω τ’ όνομά σου στ’ ασημένιο το νερό
τι να περιμένω πες μου τι να καρτερώ
ξέρω πως αν ήταν και ξυπνούσες μιαν αυγή
πάλι το σταυρό σου θα ‘χαν έτοιμο στη γη.
|
Ήtan mesiméri sta rológia t’ uranu
ítane skotádi sta mesánichta tu nu
tóte pu se píran ki írtha próti na se vro
karfoméno apáno s’ éna déntrino stavró.
Giro su potámia, kiparíssia ke vuná
su ‘dichnan to drómo pu de vgázi puthená.
Ήmuna gia séna ke gineka ki aderfí
póte Panagiá su póte líkena krifí
mu ‘dines macheri na miráso to psomí
chári de zituses de zituses pliromí.
Tóra ise ksénos ta puliá de cheretás
s’ álla perivólia fterugizis ke petás.
Gráfo t’ ónomá su st’ asiménio to neró
ti na periméno pes mu ti na karteró
kséro pos an ítan ke ksipnuses mian avgí
páli to stavró su tha ‘chan étimo sti gi.
|