Ο Στέλιος έφυγε νωρίς
με τ’ όνειρο στο βλέμμα,
κουράστηκε να χάνεται
μες στης ζωής το ψέμα.
Ζητούσε να `ναι ελεύθερος
αυτός και η ψυχή του,
με φίλους που γουστάριζε
και με τη μηχανή του.
Με το γκάζι κολλημένο
χάθηκε τ’ απόβραδο
και ματώσανε τ’ αστέρια
και το Σαββατόβραδο.
Με το γκάζι κολλημένο
απ’ το δρόμο ξέφυγε,
μπήκε μέσα στ’ όνειρό του
και για πάντα έφυγε.
Ο Στέλιος έφυγε νωρίς
χωρίς να βρει τι φταίει,
που όσοι ονειρεύονται
πεθαίνουν πάντα νέοι.
Αυτόν τον κόσμο δίκαια
τον μοίραζε για όλους,
και δε ζητούσε στη ζωή
ν’ αλλάζει κάποιους ρόλους.
Με το γκάζι κολλημένο
χάθηκε τ’ απόβραδο
και ματώσανε τ’ αστέρια
και το Σαββατόβραδο.
Με το γκάζι κολλημένο
απ’ το δρόμο ξέφυγε,
μπήκε μέσα στ’ όνειρό του
και για πάντα έφυγε.
|
O Stélios éfige norís
me t’ óniro sto vlémma,
kurástike na chánete
mes stis zoís to pséma.
Zituse na `ne eleftheros
aftós ke i psichí tu,
me fílus pu gustárize
ke me ti michaní tu.
Me to gkázi kolliméno
cháthike t’ apóvrado
ke matósane t’ astéria
ke to Savvatóvrado.
Me to gkázi kolliméno
ap’ to drómo kséfige,
bíke mésa st’ óniró tu
ke gia pánta éfige.
O Stélios éfige norís
chorís na vri ti ftei,
pu ósi onirevonte
pethenun pánta néi.
Aftón ton kósmo díkea
ton miraze gia ólus,
ke de zituse sti zoí
n’ allázi kápius rólus.
Me to gkázi kolliméno
cháthike t’ apóvrado
ke matósane t’ astéria
ke to Savvatóvrado.
Me to gkázi kolliméno
ap’ to drómo kséfige,
bíke mésa st’ óniró tu
ke gia pánta éfige.
|