Του προδομένου τον καημό,
της ξενιτιάς το στεναγμό
μ’ αγάπη τραγουδούσε.
Ένας αετός που στα φτερά Ελλάδα κουβαλούσε.
Κι αν σ’ άλλο τρένο μπήκε αυτός
και σ’ άλλο ταξιδέψαν τα όνειρά του,
θα μείνουν ανεξίτηλα παντού τα βήματά του.
Ο Στέλιος του Σεπτέμβρη
τις ώρες που βραδιάζει
στου φεγγαριού το στέκι θα συχνάζει.
Θ’ ακούγεται η φωνή του
στη νύχτα να ξεσπάει,
για τ’ άδικο του κόσμου να πονάει.
Ήταν Παρασκευή πρωί
που έμοιαζε με νύχτα.
“Δυο πόρτες έχει η ζωή”
ψιθύρισε και είπε “καληνύχτα”. *
Ο Στέλιος του Σεπτέμβρη
τις ώρες που βραδιάζει
στου φεγγαριού το στέκι θα συχνάζει.
Θ’ ακούγεται η φωνή του
στη νύχτα να ξεσπάει,
για τ’ άδικο του κόσμου να πονάει.
|
Tu prodoménu ton kaimó,
tis ksenitiás to stenagmó
m’ agápi traguduse.
Έnas aetós pu sta fterá Elláda kuvaluse.
Ki an s’ állo tréno bíke aftós
ke s’ állo taksidépsan ta ónirá tu,
tha minun aneksítila pantu ta vímatá tu.
O Stélios tu Septémvri
tis óres pu vradiázi
stu fengariu to stéki tha sichnázi.
Th’ akugete i foní tu
sti níchta na ksespái,
gia t’ ádiko tu kósmu na ponái.
Ήtan Paraskeví pri
pu émiaze me níchta.
“Dio pórtes échi i zoí”
psithírise ke ipe “kaliníchta”. *
O Stélios tu Septémvri
tis óres pu vradiázi
stu fengariu to stéki tha sichnázi.
Th’ akugete i foní tu
sti níchta na ksespái,
gia t’ ádiko tu kósmu na ponái.
|