Σ’ ένα κόσμο δικό μου
σκαλωμένος και μόνος
σαν το στρείδι κλεισμένος
με ξεχνούσε κι ο χρόνος.
Κουρασμένες παρέες βιαστικές καληνύχτες
αγκαλιές φευγαλέες πήγαινε έλα κομήτες.
Μα το πρώτο σου βλέμμα
ένας γυάλινος θόλος
με τυλίγει σα δέρμα
και συντρίβομαι όλος.
Δυο που έγιναν ένα αδιαίρετο σώμα
ίδια σάρκα και αίμα ίδια ανάσα στο στόμα.
Πήγαινε με όπου θες
μακριά απ’ το σκοτάδι
άναψε μου φωτιές κάνε στάχτη τον Άδη.
Πήγαινε με όπου θες
σα χαμένο υπνοβάτη
ξέγραψε μου το χθες
μάθε μου την αγάπη.
Δε σου λέω παραμύθια
κάποια μέρα τυχαία
θα σου κάψει τα στήθια
μια στιγμούλα μοιραία.
Μια στιγμή που θα διώξει τη μεγάλη σου θλίψη
κι η καρδιά σου θα νιώσει όσα της έχουν λείψει.
|
S’ éna kósmo dikó mu
skaloménos ke mónos
san to stridi klisménos
me ksechnuse ki o chrónos.
Kurasménes parées viastikés kaliníchtes
agkaliés fevgalées pígene éla komítes.
Ma to próto su vlémma
énas giálinos thólos
me tilígi sa dérma
ke sintrívome ólos.
Dio pu éginan éna adiereto sóma
ídia sárka ke ema ídia anása sto stóma.
Pígene me ópu thes
makriá ap’ to skotádi
ánapse mu fotiés káne stáchti ton Άdi.
Pígene me ópu thes
sa chaméno ipnováti
kségrapse mu to chthes
máthe mu tin agápi.
De su léo paramíthia
kápia méra tichea
tha su kápsi ta stíthia
mia stigmula mirea.
Mia stigmí pu tha dióksi ti megáli su thlípsi
ki i kardiá su tha niósi ósa tis échun lipsi.
|