Ο ύπνος πάλι δε με παίρνει,
με πάει ο νους μου και με φέρνει
μες στα λιμάνια και μες στους σταθμούς,
ρωτώ για σένα στους διαβάτες,
τους ταξιδιώτες και τους ναύτες,
ρωτώ για σένα γη και ουρανούς.
Νύχτα κι άδειασε ο δρόμος
μα δε φάνηκες ξανά
κι ο δικός μου ο ταχυδρόμος
πάντα προσπερνά.
Στην κάμαρά μου μια αράχνη
φωλιά τα όνειρά μας φτιάχνει
κι εγώ μιλάω με τη σιωπή,
να με θυμάσαι, τάχα, ακόμα;
ή σε διπλό πλαγιάζεις στρώμα;
κανείς δεν ξέρει για να μου το πει.
Νύχτα κι άδειασε ο δρόμος
μα δε φάνηκες ξανά
κι ο δικός μου ο ταχυδρόμος
πάντα προσπερνά.
|
O ípnos páli de me perni,
me pái o nus mu ke me férni
mes sta limánia ke mes stus stathmus,
rotó gia séna stus diavátes,
tus taksidiótes ke tus naftes,
rotó gia séna gi ke uranus.
Níchta ki ádiase o drómos
ma de fánikes ksaná
ki o dikós mu o tachidrómos
pánta prosperná.
Stin kámará mu mia aráchni
foliá ta ónirá mas ftiáchni
ki egó miláo me ti siopí,
na me thimáse, tácha, akóma;
í se dipló plagiázis stróma;
kanis den kséri gia na mu to pi.
Níchta ki ádiase o drómos
ma de fánikes ksaná
ki o dikós mu o tachidrómos
pánta prosperná.
|