Ο Χάρος νυχτοπερπατεί καβάλα στο φεγγάρι
κι έχει σπαθί στη μέση του και πάει στο παλικάρι.
Βαριά την πόρτα χτύπησε και σείστηκε το δώμα
πέσαν τ’ αστέρια απ’ τη σκεπή και τα πουλιά στο χώμα.
Πέφτει κι ο νιος κατάχαμα σαν μήλο μαραμένο
και δίπλωσε το μπόι του το μαργαριταρένιο.
Βοτάνι φέρνει η μάνα σου, νερό η αδελφή σου
και τα ξανθά μαλλάκια της η αγαπητική σου.
Στα πόδια το βασιλικό, δάκρυα στο κεφάλι
και της καλής του τα μαλλιά του βάζουν προσκεφάλι.
|
O Cháros nichtoperpati kavála sto fengári
ki échi spathí sti mési tu ke pái sto palikári.
Oariá tin pórta chtípise ke sistike to dóma
pésan t’ astéria ap’ ti skepí ke ta puliá sto chóma.
Péfti ki o nios katáchama san mílo maraméno
ke díplose to bói tu to margaritarénio.
Ootáni férni i mána su, neró i adelfí su
ke ta ksanthá mallákia tis i agapitikí su.
Sta pódia to vasilikó, dákria sto kefáli
ke tis kalís tu ta malliá tu vázun proskefáli.
|