Οι νύχτες του Γενάρη έχουν στόμα
και λένε παραμύθια τις γιορτές
τσακίζουνε του μπουκαλιού το πώμα
και πίνουν να μεθάνε οι ποιητές
Οι μέρες του Γενάρη έχουν μάτια
που κλέβουνε το φως και το σκορπούν
τα δειλινά σε έρημα δωμάτια
εκείνων που θυμούνται κι αγαπούν
Οι μέρες και οι νύχτες του Γενάρη
σα δέντρα κρεμασμένα στη βροχή
στιχάκια γράφουν σ’ ένα Καλαντάρι
και στις καρδιάς τα φύλλα μιαν ευχή
Ο χρόνος του Γενάρη γκρίζα δάφνη
παράθυρα της μνήμης ανοιχτά
αναπολεί τον ποιητή Καβάφη
την Αλεξάνδρεια αποχαιρετά.
|
I níchtes tu Genári échun stóma
ke léne paramíthia tis giortés
tsakízune tu bukaliu to póma
ke pínun na metháne i piités
I méres tu Genári échun mátia
pu klévune to fos ke to skorpun
ta diliná se érima domátia
ekinon pu thimunte ki agapun
I méres ke i níchtes tu Genári
sa déntra kremasména sti vrochí
stichákia gráfun s’ éna Kalantári
ke stis kardiás ta fílla mian efchí
O chrónos tu Genári gkríza dáfni
paráthira tis mnímis anichtá
anapoli ton piití Kaváfi
tin Aleksándria apocheretá.
|