Πάρ’ τα όλα, πάρε κι άλλα, το χρυσόψαρο στη γυάλα,
παρ’ το σκύλο, την αρκούδα, τις ντομάτες, τα βελούδα,
πάρε κι όσα μου ‘πες λόγια, κλείδωσέ τα στα υπόγεια,
κι άντε πήγαινε μια τσάρκα με του Έκτορα τη βάρκα.
Παρ’ το νέφος, τη ρουτίνα, την ασπίδα, την κουζίνα,
άλλο να μη μαγειρεύω, και τα βράδια να γυρεύω,
ποια αγκάλη σ’ έχει κλείσει και μονάχη σ’ έχει αφήσει,
παρ’ το κράνος, το σπαθί σου, άλλο δεν μπορώ μαζί σου.
Για όσους δεν κατάλαβαν στην Τροία τι συμβαίνει,
χωρίζω από τον Πάρη και λέγομαι Ελένη.
Πάρε και το Δούρειο Ίππο, τώρα αύριο θα λείπω,
θα γυρίσω στην Ελλάδα για κρασί και φασολάδα,
στην αγκάλη της μητέρας, πως λεγόταν ο πατέρας,
που του το ‘σκασα απ’ το σπίτι, γιατί σ’ έλεγε αλήτη.
Δίκιο είχε ο χριστιανός, κι ας μην είχε γίνει ακόμη,
που ‘θελε να με παντρέψει μ’ έναν ευγενή και κόμη,
που ‘χε έρθει απ’ την Αγγλία, με πολλά σοφά βιβλία,
βάρβαρος, ξενιτεμένος, μα πολύ ερωτευμένος.
|
Pár’ ta óla, páre ki álla, to chrisópsaro sti giála,
par’ to skílo, tin arkuda, tis ntomátes, ta veluda,
páre ki ósa mu ‘pes lógia, klidosé ta sta ipógia,
ki ánte pígene mia tsárka me tu Έktora ti várka.
Par’ to néfos, ti rutína, tin aspída, tin kuzína,
állo na mi magirevo, ke ta vrádia na girevo,
pia agkáli s’ échi klisi ke monáchi s’ échi afísi,
par’ to krános, to spathí su, állo den boró mazí su.
Gia ósus den katálavan stin Tria ti simveni,
chorízo apó ton Pári ke légome Eléni.
Páre ke to Durio Ίppo, tóra avrio tha lipo,
tha giríso stin Elláda gia krasí ke fasoláda,
stin agkáli tis mitéras, pos legótan o patéras,
pu tu to ‘skasa ap’ to spíti, giatí s’ élege alíti.
Díkio iche o christianós, ki as min iche gini akómi,
pu ‘thele na me pantrépsi m’ énan evgení ke kómi,
pu ‘che érthi ap’ tin Anglía, me pollá sofá vivlía,
várvaros, kseniteménos, ma polí erotevménos.
|