Παλιά, για κάθε ταξιδιώτη υπήρχε σκιερό δεντρί
όπου μπορούσε όποιος κι αν ήταν να ξεκουράσει το κορμί.
Άκουγε ο άνθρωπος στα φύλλα του ανέμου τη βαθιά πνοή
κι όταν σηκώνονταν να φύγει η κούρασή του είχε χαθεί.
Κι αν ήταν πλούσιος ή και πένης, είτε γυναίκα είτε παιδί
το ίδιο πρόθυμα δεχόταν να τους φυλάξει απ’ τη βροχή.
Πλάτανοι, καρυδιές, σφενδάμια, φλαμούρια και βελανιδιές
‘παίρναν του κόσμου την παράνοια και ημερεύαν τις ψυχές.
Όμως με του καιρού το διάβα οι οδοιπόροι χάθηκαν,
της καλοπέρασης κωθώνια γινήκαν και τρελάθηκαν.
Κι όσο γλυκύς ήταν ο ύπνος κάτω από τα φυλλώματα,
τόσο σκληρό ‘ναι το κρεβάτι για τα καημένα σώματα.
|
Paliá, gia káthe taksidióti ipírche skieró dentrí
ópu boruse ópios ki an ítan na ksekurási to kormí.
Άkuge o ánthropos sta fílla tu anému ti vathiá pnoí
ki ótan sikónontan na fígi i kurasí tu iche chathi.
Ki an ítan plusios í ke pénis, ite gineka ite pedí
to ídio próthima dechótan na tus filáksi ap’ ti vrochí.
Plátani, karidiés, sfendámia, flamuria ke velanidiés
‘pernan tu kósmu tin paránia ke imerevan tis psichés.
Όmos me tu keru to diáva i odipóri cháthikan,
tis kalopérasis kothónia giníkan ke treláthikan.
Ki óso glikís ítan o ípnos káto apó ta fillómata,
tóso skliró ‘ne to kreváti gia ta kaiména sómata.
|