Στα μάτια σου πέφτει βαριά συννεφιά
νυχτώνει στο σπίτι, στους δρόμους, στα πάρκα,
κι εσύ φεύγεις μόνος μες στην παγωνιά,
για τόπους που ανθίζει μονάχα η χαρά.
Οι δρόμοι σε γέλασαν, σε πήγαν αλλού,
βαρύ το παράπονο σε πνίγει παντού,
κανείς δε σου μίλησε και δε σε ζυγώνει,
κι αυτό που ονειρεύτηκες, αργά σε σκοτώνει.
Χαμένες οι νύχτες που πέρασε εδώ,
στην πόρτα μου άστρο σβηστό τ’ όνομά σου,
σε ποιο σταυροδρόμι του κόσμου να `ρθω,
καθώς θα διαβαίνεις, τραγούδι να πω.
Οι δρόμοι σε γέλασαν, σε πήγαν αλλού,
βαρύ το παράπονο σε πνίγει παντού,
κανείς δε σου μίλησε και δε σε ζυγώνει,
κι αυτό που ονειρεύτηκες, αργά σε σκοτώνει.
|
Sta mátia su péfti variá sinnefiá
nichtóni sto spíti, stus drómus, sta párka,
ki esí fevgis mónos mes stin pagoniá,
gia tópus pu anthízi monácha i chará.
I drómi se gélasan, se pígan allu,
varí to parápono se pnígi pantu,
kanis de su mílise ke de se zigóni,
ki aftó pu onireftikes, argá se skotóni.
Chaménes i níchtes pu pérase edó,
stin pórta mu ástro svistó t’ ónomá su,
se pio stavrodrómi tu kósmu na `rtho,
kathós tha diavenis, tragudi na po.
I drómi se gélasan, se pígan allu,
varí to parápono se pnígi pantu,
kanis de su mílise ke de se zigóni,
ki aftó pu onireftikes, argá se skotóni.
|