Την όμορφη, που επούλαε έναν καιρό
άρματα, λέω πως την ακούω θλιμμένη
να λαχταρά, με μάταιο πια καημό
κοπέλα σαν και πριν να ξαναγένει
κι αχ, γερατειά να λέει τη βουλιασμένη
γιατί έτσι πρώιμα να μ’ έχετε κουρσέψει;
Πως δε σκοτώνουμαι; Η τυραννισμένη
ζωή μου πως δε λέει πια να τελέψει;
Μου κλέψατε τις τόσες ζουρλαμάδες
που σκόρησε τσ’ ομοφιάς μου ο πειρασμός
σ’ εμπόρους, σε σοφούς και σε παπάδες,
γιατί κάθε άντρας τότες σαν τρελός
μου χάριζε άσκεφτα όλο του το βιος
κι ύστερα ας το `κλαιγε όσο ζούσε, φτάνει
να του `δινα ό,τι τώρα ούτε στραβός
θέλει, ούτε κι οι πιο βρόμικοι ζητιάνοι.
Α, κόσμο τότες που `διωξα σωρό
για την αγάπη κάποιου κατεργάρη
μορφονιού, άμυαλο ήμουν θηλυκό
που, αν τα ψευτόχαϊδά μου άλλοι είχαν πάρει,
του ερώτου μου αυτός τρύγησε τη χάρη.
Τον αγάπησα, τ’ ορκίζομαι, τρελά!
Μ’ αυτός να με χτυπάει το `χε καμάρι
και να μου τρώει τα όσα έβγαζα λεφτά.
Πέθανε εδώ και τριάντα χρόνια πια
και τα μαλλιά μου, οϊμένα, έχουν ασπρίσει.
Σα σκέφτομαι τα νιάτα τα χρυσά,
πώς ήμουν και πώς έχω καταντήσει!
Σα θωρώ το κορμί μου, ως το `χω γδύσει
και βλέπω η δόλια πόσο είμ’ αλλαγμένη,
φτωχή στεγνή, πώς έχω αδυνατίσει,
μια μάνητα με πιάνει λυσσασμένη.
|
Tin ómorfi, pu epulae énan keró
ármata, léo pos tin akuo thlimméni
na lachtará, me máteo pia kaimó
kopéla san ke prin na ksanagéni
ki ach, geratiá na léi ti vuliasméni
giatí étsi próima na m’ échete kursépsi;
Pos de skotónume; I tirannisméni
zoí mu pos de léi pia na telépsi;
Mu klépsate tis tóses zurlamádes
pu skórise ts’ omofiás mu o pirasmós
s’ ebórus, se sofus ke se papádes,
giatí káthe ántras tótes san trelós
mu chárize áskefta ólo tu to vios
ki ístera as to `klege óso zuse, ftáni
na tu `dina ó,ti tóra ute stravós
théli, ute ki i pio vrómiki zitiáni.
A, kósmo tótes pu `dioksa soró
gia tin agápi kápiu katergári
morfoniu, ámialo ímun thilikó
pu, an ta pseftóchaidá mu álli ichan pári,
tu erótu mu aftós trígise ti chári.
Ton agápisa, t’ orkízome, trelá!
M’ aftós na me chtipái to `che kamári
ke na mu trói ta ósa évgaza leftá.
Péthane edó ke triánta chrónia pia
ke ta malliá mu, oiména, échun asprísi.
Sa skéftome ta niáta ta chrisá,
pós ímun ke pós écho katantísi!
Sa thoró to kormí mu, os to `cho gdísi
ke vlépo i dólia póso im’ allagméni,
ftochí stegní, pós écho adinatísi,
mia mánita me piáni lissasméni.
|