Πως με πονάν αυτές οι Κυριακές
έτσι όπως πέφτουν πάνω από την πόλη
Γίνονται οι αγάπες μας σκιές
γυρνούν στο δρόμο και τρομάζουν όλοι
Πως με πονάν αυτές οι Κυριακές
κάτι σαν αίμα στάζει απ’ τα μπαλκόνια
Κι ορμά σαν θάλασσες άγριες βαθιές
να μας βουλιάξει τα σαλόνια
Κρύβομαι πάντα την ημέρα αυτή
πίσω απ’ τις λέξεις κάτω απ’ το τραπέζι
Απ’ το δωμάτιο ακούγεται η σιωπή
κι ύστερα κάποιο μπλουζ δειλά στο νου μου παίζει
Κι είναι καλύτερη η Κυριακή
να το τελειώσω και να μην το ξαναρχίσω
Δεν το περίμενα μια Κυριακή
ν’ αποφασίσω ό,τι είμαι να το σβήσω
|
Pos me ponán aftés i Kiriakés
étsi ópos péftun páno apó tin póli
Ginonte i agápes mas skiés
girnun sto drómo ke tromázun óli
Pos me ponán aftés i Kiriakés
káti san ema stázi ap’ ta balkónia
Ki ormá san thálasses ágries vathiés
na mas vuliáksi ta salónia
Krívome pánta tin iméra aftí
píso ap’ tis léksis káto ap’ to trapézi
Ap’ to domátio akugete i siopí
ki ístera kápio bluz dilá sto nu mu pezi
Ki ine kalíteri i Kiriakí
na to telióso ke na min to ksanarchíso
Den to perímena mia Kiriakí
n’ apofasíso ó,ti ime na to svíso
|