Το πρόσωπό σου σαν μετάξι
στα χείλη ρόδα κι ευωδιές,
θέλει η ψυχή σου να πετάξει
σαν πασχαλίτσα στις ροδιές.
Τον ήλιο τάζουνε δικό σου
σ’ ένα σκισμένο ουρανό,
γίνεται δέντρο ο θυμός σου
κι είναι καμμένο το βουνό.
Φεύγουν τα χρόνια σαν πουλιά
και είσ’ ακόμα μια σταλιά,
φοβάμαι μήπως ξεχαστείς
όταν στη θέση μου θα `ρθείς.
Στα μάτια σου δυο ανεμώνες
το φως γυρεύουνε της γης,
στη Ζάκυνθο κάτι χελώνες
πρέπει να ζήσουν, να τις δεις
|
To prósopó su san metáksi
sta chili róda ki evodiés,
théli i psichí su na petáksi
san paschalítsa stis rodiés.
Ton ílio tázune dikó su
s’ éna skisméno uranó,
ginete déntro o thimós su
ki ine kamméno to vunó.
Fevgun ta chrónia san puliá
ke is’ akóma mia staliá,
fováme mípos ksechastis
ótan sti thési mu tha `rthis.
Sta mátia su dio anemónes
to fos girevune tis gis,
sti Zákintho káti chelónes
prépi na zísun, na tis dis
|