Το πιοτί του πόνου που πονώ
σε κερνώ, ψυχή, για να μεθύσεις
τ’ άλικα τα ρόδα στο βουνό
στο χλομό ξεψύχισμα της δύσης,
Τ’ αυγινό που δίνει το φιλί
απαλά στη μάγισσα την πλάση,
η γλυκιά του ήλιου ανατολή
που ξυπνά τ’ αηδόνια μες στα δάση,
Η σαν ρόδου φύλλον απαλή
η γλυκιά, η ασύγκριτή μου αγάπη,
που σκορπά το φως της και διαλεί
μεσ’ από τη σκέψη μου τα θάμπη,
Κι όλα τ’ αστρανάμματα μαζί
κι όλα τα τραγούδια των κυμάτων
κι ό,τι υπάρχει ακόμα κι ότι ζει
έξω από τη νάρκη των μνημάτων,
Όλα με τη γλώσσα της χαράς
με καλούν να ζήσω, μα ώ, τι κρίμα
άμοιρη ψυχή, μη σπαρταράς
κάτι με τραβά σε κάποιο μνήμα
Του πιοτού του πόνου που πονώ
στην υγειά του κόσμου που θ’ αφήσεις
πιες και το ποτήρι το στερνό,
άμοιρη ψυχή, για να μεθύσεις.
|
To piotí tu pónu pu ponó
se kernó, psichí, gia na methísis
t’ álika ta róda sto vunó
sto chlomó ksepsíchisma tis dísis,
T’ avginó pu díni to filí
apalá sti mágissa tin plási,
i glikiá tu íliu anatolí
pu ksipná t’ aidónia mes sta dási,
I san ródu fíllon apalí
i glikiá, i asígkrití mu agápi,
pu skorpá to fos tis ke diali
mes’ apó ti sképsi mu ta thábi,
Ki óla t’ astranámmata mazí
ki óla ta tragudia ton kimáton
ki ó,ti ipárchi akóma ki óti zi
ékso apó ti nárki ton mnimáton,
Όla me ti glóssa tis charás
me kalun na zíso, ma ó, ti kríma
ámiri psichí, mi spartarás
káti me travá se kápio mníma
Tu piotu tu pónu pu ponó
stin igiá tu kósmu pu th’ afísis
pies ke to potíri to sternó,
ámiri psichí, gia na methísis.
|