Άναψα τσιγάρο μόνος μου στο δρόμο,
μέτρησα τ’ αστέρια σαν τον αστρονόμο,
άνοιγμα στον πόνο,
σου έγραψα ένα γράμμα πέντε δέκα αράδες,
λέξεις ειπωμένες, κάποιες κουτουράδες,
λόγια για φυγάδες.
Τώρα όλα αλλάζουνε, κόβουν σαν μαχαίρι,
πλύσιμο και στύψιμο, όλα με το χέρι,
όλα με το χέρι, όλα με το χέρι.
Μέσα μου η νύχτα μ’ έχει σημαδέψει,
θέλω να στο γράψω μα δε βρίσκω λέξη,
η καρδιά ν’ αντέξει,
τώρα λικεράκι και γλυκό σταφύλι,
πρέπει να προσέχω μου ‘πανε οι φίλοι,
τις πληγές τ’ Απρίλη.
Τώρα όλα αλλάζουνε, κόβουν σαν μαχαίρι,
πλύσιμο και στύψιμο, όλα με το χέρι,
όλα με το χέρι, όλα με το χέρι.
|
Άnapsa tsigáro mónos mu sto drómo,
métrisa t’ astéria san ton astronómo,
ánigma ston póno,
su égrapsa éna grámma pénte déka arádes,
léksis ipoménes, kápies kuturádes,
lógia gia figádes.
Tóra óla allázune, kóvun san macheri,
plísimo ke stípsimo, óla me to chéri,
óla me to chéri, óla me to chéri.
Mésa mu i níchta m’ échi simadépsi,
thélo na sto grápso ma de vrísko léksi,
i kardiá n’ antéksi,
tóra likeráki ke glikó stafíli,
prépi na prosécho mu ‘pane i fíli,
tis pligés t’ Apríli.
Tóra óla allázune, kóvun san macheri,
plísimo ke stípsimo, óla me to chéri,
óla me to chéri, óla me to chéri.
|