Μόνη μου χάθηκα
Σαν κάτι δέντρα αδειανά, ανοιξιάτικα
Δες πόσος ήλιος μα ούτε ένας άνθρωπος πια
Μόνη μου σώθηκα
Έγινα άντρας του εαυτού μου και υψώθηκα
Κι ούτε Θεό δε θέλω ούτε δαίμονα για επόμενα καρφιά
Όλα στα ζήτησα
Ζωή μου μόνη και αλήτισσα
Τ’ άπειρα έδωσα
Και πήρα τα λιγοστά
Είσαι συνένοχη
Ζωή μου σκλάβα και αδέσποτη
Όπου και αν πήγαμε
Δεν πήγα πουθενά
Μόνη μου έφυγα
Σαν τις σκιές που τα κορμιά τους βαρέθηκαν
Κι ούτε ένα φως, ούτε μισό παράθυρο πια
Μόνη μου γύρισα
Σαν τους ανθρώπους λες, που σώζονται, σύρριζα
Και στο γκρεμό και στο σταυρό αντιμίλησα με λόγια καθαρά
|
Móni mu cháthika
San káti déntra adianá, aniksiátika
Des pósos ílios ma ute énas ánthropos pia
Móni mu sóthika
Έgina ántras tu eaftu mu ke ipsóthika
Ki ute Theó de thélo ute demona gia epómena karfiá
Όla sta zítisa
Zoí mu móni ke alítissa
T’ ápira édosa
Ke píra ta ligostá
Ise sinénochi
Zoí mu skláva ke adéspoti
Όpu ke an pígame
Den píga puthená
Móni mu éfiga
San tis skiés pu ta kormiá tus varéthikan
Ki ute éna fos, ute misó paráthiro pia
Móni mu girisa
San tus anthrópus les, pu sózonte, sírriza
Ke sto gkremó ke sto stavró antimílisa me lógia kathará
|