Πάλι έπεσε το βράδυ,
το μυαλό παίρνει φωτιά,
με πεθαίνει μια γυναίκα
που ’ναι σκέτη πυρκαγιά.
Τραγουδώντας μου ανάβει
τον καημό και το σεβντά,
κι η φωνή της με πηγαίνει
σε Ανατολή μεριά.
Όλα τα λεφτά λουλούδια
στη δικιά της αγκαλιά.
Είναι κούκλα και τ’ αξίζει,
αχ, δε μοιάζει με καμιά.
Όλα τα λουλούδια δίνω
για τα μάτια της τα δυο.
Τίποτ’ άλλο δε ζητάω,
μόνο να την ξαναδώ.
Το κορμάκι της, θεέ μου,
το ποθείς, το λαχταράς.
Για τα μάτια της προβλέπω
πως θα γίνει σαματάς.
|
Páli épese to vrádi,
to mialó perni fotiá,
me petheni mia gineka
pu ’ne skéti pirkagiá.
Tragudóntas mu anávi
ton kaimó ke to sevntá,
ki i foní tis me pigeni
se Anatolí meriá.
Όla ta leftá luludia
sti dikiá tis agkaliá.
Ine kukla ke t’ aksízi,
ach, de miázi me kamiá.
Όla ta luludia díno
gia ta mátia tis ta dio.
Típot’ állo de zitáo,
móno na tin ksanadó.
To kormáki tis, theé mu,
to pothis, to lachtarás.
Gia ta mátia tis provlépo
pos tha gini samatás.
|