Ήλιος που τρύπησε τα βλέφαρά μου,
καρέκλα που έτριξε στο κάθισμά μου,
κούπα που έγειρε πάνω στα χείλη.
Η μέρα έρχεται και θ’ ανατείλει.
Τα ρούχα που φορώ με χαιρετάνε:
«Μαζί σου, αφεντικό, και στο βούρκο πάμε».
Λοξό το κοίταγμα στο ρολογάκι,
σαν κλέφτης που πηδάει το καγκελάκι.
Τα λόγια τα πικρά, τα τιποτένια,
τα πήρε ο ύπνος μου μακριά στα ξένα.
Αφήνω πίσω μου ζεστό κρεβάτι
και παίρνω της ζωής το μονοπάτι.
Μπορεί να πληγωθώ, μπορεί να κλάψω,
μπορεί τα λάθη μου να μην τ’ αλλάξω,
μα όλα τα πρωινά μοιάζουν σε κάτι,
τα στεφανώνει μια γλυκιά φενάκη.
|
Ήlios pu trípise ta vléfará mu,
karékla pu étrikse sto káthismá mu,
kupa pu égire páno sta chili.
I méra érchete ke th’ anatili.
Ta rucha pu foró me cheretáne:
«Mazí su, afentikó, ke sto vurko páme».
Loksó to kitagma sto rologáki,
san kléftis pu pidái to kagkeláki.
Ta lógia ta pikrá, ta tipoténia,
ta píre o ípnos mu makriá sta kséna.
Afíno píso mu zestó kreváti
ke perno tis zoís to monopáti.
Bori na pligothó, bori na klápso,
bori ta láthi mu na min t’ allákso,
ma óla ta priná miázun se káti,
ta stefanóni mia glikiá fenáki.
|