Από τη Θράκη φτωχό ραφτάκι
στην Πόλη βρέθηκε
και κει στην Κύπρο γλυκό ναυτάκι
μαυροφορέθηκε.
Σαν αεράκι πάνω στο χέρι του
της μάνας του η ευχή
βασιλοπούλα να`ναι το ταίρι του
με ταπεινή ψυχή.
Ανέμους είχε μες στο μυαλό του
όπου πορεύτηκε
πήρε απ’ το χέρι τον άγγελό του
και ξενιτεύτηκε.
Μιλάει η μάνα προς την εικόνα του
στα μάτια τα χλωμά
χρυσό να στείλει τον αρραβώνα του
σε ένα μαχραμά.
Από τα ξένα για την Αθήνα
καρδιά φτερούγισε
μαύρο αηδόνι τα χρόνια εκείνα
πικρά τραγούδησε.
Ποιαν αγαπούσες, πες μας Γιωργάκη μου
και πόνεσες πολύ
τρελοί δεν είναι παλικαράκι μου
αχ, όλοι οι τρελοί.
|
Apó ti Thráki ftochó raftáki
stin Póli vréthike
ke ki stin Kípro glikó naftáki
mavroforéthike.
San aeráki páno sto chéri tu
tis mánas tu i efchí
vasilopula na`ne to teri tu
me tapiní psichí.
Anémus iche mes sto mialó tu
ópu poreftike
píre ap’ to chéri ton ángeló tu
ke kseniteftike.
Milái i mána pros tin ikóna tu
sta mátia ta chlomá
chrisó na stili ton arravóna tu
se éna machramá.
Apó ta kséna gia tin Athína
kardiá fterugise
mavro aidóni ta chrónia ekina
pikrá tragudise.
Pian agapuses, pes mas Giorgáki mu
ke póneses polí
treli den ine palikaráki mu
ach, óli i treli.
|