Φόνισσα μάνα, φόνισσα
με ένα σύρμα θα ξεκάνει τα παιδιά της.
Κι όπως γλυκά θα ξεψυχούν στην αγκαλιά της
δε θα φοβούνται γιατί είναι στην ποδιά της.
Γύρω ο τόπος σκοτεινιάζει.
Μύρισε βροχή (στο χώμα).
Μείνε δίπλα μου λίγο ακόμα.
Φόνισσα μάνα, φόνισσα,
εσύ γλυκό της Κυριακής και καταιγίδα.
Εσύ μεζούρα στη χαρά και στην ελπίδα.
Εσύ μου `στησες την πιο δεινή παγίδα.
Γύρω ο τόπος σκοτεινιάζει.
Μύρισε βροχή (στο χώμα).
Μείνε δίπλα μου λίγο ακόμα.
Φόνισσα μάνα, φόνισσα,
σκυλί ο χρόνος που δαγκώνει και σου μοιάζω.
Στον πιο βαθύ μου στεναγμό σε κατεβάζω
κι από το στόμα μου σ’ ακούω και τρομάζω.
|
Fónissa mána, fónissa
me éna sírma tha ksekáni ta pediá tis.
Ki ópos gliká tha ksepsichun stin agkaliá tis
de tha fovunte giatí ine stin podiá tis.
Giro o tópos skotiniázi.
Mírise vrochí (sto chóma).
Mine dípla mu lígo akóma.
Fónissa mána, fónissa,
esí glikó tis Kiriakís ke kategida.
Esí mezura sti chará ke stin elpída.
Esí mu `stises tin pio diní pagida.
Giro o tópos skotiniázi.
Mírise vrochí (sto chóma).
Mine dípla mu lígo akóma.
Fónissa mána, fónissa,
skilí o chrónos pu dagkóni ke su miázo.
Ston pio vathí mu stenagmó se katevázo
ki apó to stóma mu s’ akuo ke tromázo.
|