Χάδι που φέρνει τ’ όνειρο,
λόγια που τα ‘πε η ζάλη
κι όρκο που ‘κανε ο φόβος μου
ποτέ δε θα σου δώσω.
Γιατί είμαι δέντρο απότιστο,
είμαι ξερό χωράφι
και σύννεφο χωρίς βροχή
και πάει η αγάπη στράφι.
Μα σε λιμάνι μάτια μου
ποτέ μου δε θ’ αράξω,
γιατί δεν έχω άγκυρες
και ξέρω δε θ’ αλλάξω.
Γιατί είμαι δέντρο απότιστο,
είμαι ξερό χωράφι
και σύννεφο χωρίς βροχή
και πάει η αγάπη στράφι.
Εγώ στις φλόγες περπατώ
και στη γαλήνη τρέχω
και μη ζητάς να σ’ ορκιστώ
γιατί θεό δεν έχω.
|
Chádi pu férni t’ óniro,
lógia pu ta ‘pe i záli
ki órko pu ‘kane o fóvos mu
poté de tha su dóso.
Giatí ime déntro apótisto,
ime kseró choráfi
ke sínnefo chorís vrochí
ke pái i agápi stráfi.
Ma se limáni mátia mu
poté mu de th’ arákso,
giatí den écho ágkires
ke kséro de th’ allákso.
Giatí ime déntro apótisto,
ime kseró choráfi
ke sínnefo chorís vrochí
ke pái i agápi stráfi.
Egó stis flóges perpató
ke sti galíni trécho
ke mi zitás na s’ orkistó
giatí theó den écho.
|