Όσοι φυλάνε κλειδαριές
και τα κλειδιά γυρίζουν,
δεν έχουν φίλους καρδιακούς,
δεν έχουν προκοπή.
Γύρνουν τα βράδια φλύαροι,
απανωτά καπνίζουν
κι όταν στο στρώμα πέσουνε,
βουλιάζουν στη σιωπή.
Όσοι νομίζουν πως κρατάν
της γνώσης τα ευαγγέλια
και δίχως να τους ζητηθεί
τη γνώμη δίνουνε,
ξυπόλητοι βαδίζουν
στης ζωής τα μονοπάτια.
Αλλού ‘ναι τα αληθινά
κι αλλού σκαλίζουνε.
Όσοι φοράν τα μαύρα τους
τα ρούχα για ν’ αρέσουν,
κι απ’ τον καθρέφτη φεύγουνε
με άλλον εαυτό,
θα βγουν στο προσκλητήριο
και θα τους αφαιρέσουν
το δίπλωμα, το όχημα
και το μυστήριο
|
Όsi filáne klidariés
ke ta klidiá girízun,
den échun fílus kardiakus,
den échun prokopí.
Girnun ta vrádia flíari,
apanotá kapnízun
ki ótan sto stróma pésune,
vuliázun sti siopí.
Όsi nomízun pos kratán
tis gnósis ta evangélia
ke díchos na tus zitithi
ti gnómi dínune,
ksipóliti vadízun
stis zoís ta monopátia.
Allu ‘ne ta alithiná
ki allu skalízune.
Όsi forán ta mavra tus
ta rucha gia n’ arésun,
ki ap’ ton kathréfti fevgune
me állon eaftó,
tha vgun sto prosklitírio
ke tha tus aferésun
to díploma, to óchima
ke to mistírio
|