Σε αδιέξοδο και πάλι βρέθηκα,
το μόνο λάθος μου που ερωτεύτηκα.
Εγώ σ’ αισθάνομαι γιατί τα πέρασα,
τι κι αν ξενύχτησα, πόνεσα, έκλαψα,
τι κι αν ξενύχτησα, πόνεσα, έκλαψα.
Όσοι αγαπάν’ είναι συνένοχοι,
σήμερα αθώοι, αύριο ένοχοι,
όσοι αγαπάνε, όσοι αγαπάνε.
Αυτή που μ’ άγγιξε και με συγκλόνισε
με καταδίκασε, με απομόνωσε.
Μα όσοι παίζουνε με τα αισθήματα
έρχεται η ώρα τους να πέσουν θύματα,
έρχεται η ώρα τους να πέσουν θύματα.
Όσοι αγαπάν’ είναι συνένοχοι,
σήμερα αθώοι, αύριο ένοχοι,
όσοι αγαπάνε, όσοι αγαπάνε.
|
Se adiéksodo ke páli vréthika,
to móno láthos mu pu eroteftika.
Egó s’ esthánome giatí ta pérasa,
ti ki an kseníchtisa, pónesa, éklapsa,
ti ki an kseníchtisa, pónesa, éklapsa.
Όsi agapán’ ine sinénochi,
símera athói, avrio énochi,
ósi agapáne, ósi agapáne.
Aftí pu m’ ángikse ke me sigklónise
me katadíkase, me apomónose.
Ma ósi pezune me ta esthímata
érchete i óra tus na pésun thímata,
érchete i óra tus na pésun thímata.
Όsi agapán’ ine sinénochi,
símera athói, avrio énochi,
ósi agapáne, ósi agapáne.
|