Όταν γέρνω στα βράδια
ρίχνω τα δίχτυα της θλίψης μου
στα ωκεάνια μάτια σου
Όταν γέρνω τα βράδια
βρίσκω τη μοναξιά μου
να καίει στην πιο ψηλή φωτιά
Και σάμπως να ’ναι ναυαγός
τα χέρια της χτυπά τα χέρια της.
Πάνω από τα μάτια σου που χάνονται
σου στέλνω κόκκινα σινιάλα
σινιάλα που χτυπούν όπως τα κύματα
στην άκρη κάποιου φάρου
Μα εσύ είσαι τόσο μακρινή
τόσο δικιά μου είσαι
κορίτσι εσύ που μέσα σου
μόνο σκοτάδια κρύβεις
κι από το βλέμμα σου, στιγμές
προβάλλει αχτίδα φως
Όταν γέρνω στα βράδια
ρίχνω τα δίχτυα της θλίψης μου
στο κύμα που βογκά
στα ωκεάνια μάτια σου
Τα νυχτοπούλια δακρύζουν
κάτω από τα αστέρια
που λάμπουν όπως η ψυχή μου
να σ’ αγαπάει
Η γη θα καλπάζει;
φωτίζοντας τους τάφους
γαλάζια στάχυα
|
Όtan gérno sta vrádia
ríchno ta díchtia tis thlípsis mu
sta okeánia mátia su
Όtan gérno ta vrádia
vrísko ti monaksiá mu
na kei stin pio psilí fotiá
Ke sábos na ’ne nafagós
ta chéria tis chtipá ta chéria tis.
Páno apó ta mátia su pu chánonte
su stélno kókkina siniála
siniála pu chtipun ópos ta kímata
stin ákri kápiu fáru
Ma esí ise tóso makriní
tóso dikiá mu ise
korítsi esí pu mésa su
móno skotádia krívis
ki apó to vlémma su, stigmés
proválli achtída fos
Όtan gérno sta vrádia
ríchno ta díchtia tis thlípsis mu
sto kíma pu vogká
sta okeánia mátia su
Ta nichtopulia dakrízun
káto apó ta astéria
pu lábun ópos i psichí mu
na s’ agapái
I gi tha kalpázi;
fotízontas tus táfus
galázia stáchia
|