Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει
θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά
και θα `ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου
παλιέ μου φίλε
Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις
μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου
κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη, πικραμένη σου μνήμη
Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας,
ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο
θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας
και τα όνειρά μας
Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες
μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο
από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου
παλιέ μου φίλε
|
Όtan mian ániksi chamogelási
tha ntithis mia kenurgia foresiá
ke tha `rthis na sfíksis ta chéria mu
palié mu fíle
Ki ísos kanis de se prosméni na girísis
ma egó niótho tus chtípus tis kardiás su
ki éna ánthos fitroméno stin órimi, pikraméni su mními
Kápio tréno, ti níchta, sfirízontas,
í éna plio, makrinó ki aprosdókito
tha se féri mazí me ti nióti mas
ke ta ónirá mas
Ki ísos típota, alíthia, den kséchases
ma o girismós pánta aksízi perissótero
apó káthe mu agápi ki agápi su
palié mu fíle
|