Πάντα ακουμπισμένο σε σκεφτόμουν στη βεράντα
να λες η αγάπη μας πως θα κρατήσει πάντα
και πως για μας μετράν αλλιώς οι εποχές.
Πάντα είχα την αίσθηση πως κάτι αιμορραγούσε
κι ο τρίτος ίσκιος που κρυφά μ’ ακολουθούσε
στο πρόσωπό σου ζωγραφίζαν ενοχές.
Της αγάπης μου τα τραύματα
μοιάζουν με παλιά εντάλματα
και θαρρείς πως τα φαντάσματα
είν’ αληθινά.
Μα όταν θα κοιτάζω εσένα
στα δυο μάτια τ’ αγιασμένα
όλα είν’ αναστημένα
και παντοτινά.
Μήπως που τ’ όνομά σου το ’λεγε ο κάθε χτύπος
και ουρανός μου θα γινόσουνα και κήπος
το πάθος που είχα μου είχε γίνει σαν πληγή
Κι ίσως στη φαντασία μου υπήρχε τρίτος ίσκιος
κι αμφιβολία οδηγούσε σ’ ένα μίσος
σαν την αδέσποτη τη σφαίρα στη βροχή.
|
Pánta akubisméno se skeftómun sti veránta
na les i agápi mas pos tha kratísi pánta
ke pos gia mas metrán alliós i epochés.
Pánta icha tin esthisi pos káti emorraguse
ki o trítos ískios pu krifá m’ akoluthuse
sto prósopó su zografízan enochés.
Tis agápis mu ta trafmata
miázun me paliá entálmata
ke tharris pos ta fantásmata
in’ alithiná.
Ma ótan tha kitázo eséna
sta dio mátia t’ agiasména
óla in’ anastiména
ke pantotiná.
Mípos pu t’ ónomá su to ’lege o káthe chtípos
ke uranós mu tha ginósuna ke kípos
to páthos pu icha mu iche gini san pligí
Ki ísos sti fantasía mu ipírche trítos ískios
ki amfivolía odiguse s’ éna mísos
san tin adéspoti ti sfera sti vrochí.
|