Δεκαοκτώ χρονών κι όλο τον ουρανό
πάνω σου έχεις ανοικτό,
μια Παναγιά χρυσή σου `βαλε στον λαιμό
η μάνα σου για φυλακτό.
Αϊτόπουλο περήφανο, της μοίρας χαϊδεμμένο,
τον δρόμο μου τονε περνάς σαν ονειροπαρμένο,
μπροστά σου γέρνουν οι καρδιές και πέφτουνε στο χώμα,
του έρωτα λαβωματιά δε σ’ άγγιξε, δε σ’ άγγιξε ακόμα.
Δεκαοκτώ χρονών σου, χάρισα κι εγώ
τον πρώτο χτύπο της καρδιάς,
στο στήθος τ’ ανοιχτό, στολίδια σου, κρεμάς
τους στεναγμούς της γειτονιάς.
Αϊτόπουλο περήφανο, της μοίρας χαϊδεμμένο,
τον δρόμο μου τονε περνάς σαν ονειροπαρμένο,
μπροστά σου γέρνουν οι καρδιές και πέφτουνε στο χώμα,
του έρωτα λαβωματιά δε σ’ άγγιξε, δε σ’ άγγιξε ακόμα.
|
Dekaoktó chronón ki ólo ton uranó
páno su échis aniktó,
mia Panagiá chrisí su `vale ston lemó
i mána su gia filaktó.
Aitópulo perífano, tis miras chaidemméno,
ton drómo mu tone pernás san oniroparméno,
brostá su gérnun i kardiés ke péftune sto chóma,
tu érota lavomatiá de s’ ángikse, de s’ ángikse akóma.
Dekaoktó chronón su, chárisa ki egó
ton próto chtípo tis kardiás,
sto stíthos t’ anichtó, stolídia su, kremás
tus stenagmus tis gitoniás.
Aitópulo perífano, tis miras chaidemméno,
ton drómo mu tone pernás san oniroparméno,
brostá su gérnun i kardiés ke péftune sto chóma,
tu érota lavomatiá de s’ ángikse, de s’ ángikse akóma.
|