Φουρτούνιασεν η θάλασσα
και βουρκωθήκαν τα βουνά,
είναι βουβά τ’ αηδόνια μας
και τα ουράνια σκοτεινά
κι η δόλια μου ματιά θολή,
παιδί μου, ώρα σου καλή!
Βουίζει το κεφάλι μου
σαν του χειμάρρου τη βοή,
ξηράθηκαν τα χείλη μου
και μου εκόπηκι η πνοή
σ’ αυτό το ύστερο φιλί,
παιδί μου, ώρα σου καλή!
Να σε παιδέψει ο πλάστης μου,
καταραμένη ξενιτιά,
μας παίρνεις τα παιδάκια μας
και μας αφήνεις στη φωτιά,
και πίνουμε τόση χολή
όταν τα λέμ’ ώρα καλή!.
|
Furtuniasen i thálassa
ke vurkothíkan ta vuná,
ine vuvá t’ aidónia mas
ke ta uránia skotiná
ki i dólia mu matiá tholí,
pedí mu, óra su kalí!
Ouízi to kefáli mu
san tu chimárru ti voí,
ksiráthikan ta chili mu
ke mu ekópiki i pnoí
s’ aftó to ístero filí,
pedí mu, óra su kalí!
Na se pedépsi o plástis mu,
kataraméni ksenitiá,
mas pernis ta pedákia mas
ke mas afínis sti fotiá,
ke pínume tósi cholí
ótan ta lém’ óra kalí!.
|