Φύσηξε νοτιάς και χάραξε γράμμα μυστικό
πάνω στην έρημο που χρόνια ζω
πήγα σε σοφούς της ερημιάς
μου ‘δωσαν να πιω
έρωτας είπανε, μοίρα, στοιχειό.
Κι ήρθες στην έρημο φωτιά κι αρμύρα
κι από τα χέρια σου παλάτια πήρα
κι ήρθες σαν θάλασσα στην άδεια χώρα
και μες στα μάτια σου βουλιάζω τώρα
πέρασε καιρός δεν ξέχασα πόσο σ’ αγαπώ.
Σου ‘δωσα φιλί και μου ‘δωσες χώμα και νερό
κι έστησα όαση μες τον καιρό
ώσπου ήρθε νοτιάς κι έσβησε το παλιό γραφτό
σημάδι τ’ όνειρο μοίρα στοιχειό.
Κι ήρθες στην έρημο φωτιά κι αρμύρα
κι από τα χέρια σου παλάτια πήρα
κι ήρθες σαν θάλασσα στην άδεια χώρα
και μες στα μάτια σου βουλιάζω τώρα
πέρασε καιρός δεν ξέχασα πόσο σ’ αγαπώ.
|
Físikse notiás ke chárakse grámma mistikó
páno stin érimo pu chrónia zo
píga se sofus tis erimiás
mu ‘dosan na pio
érotas ipane, mira, stichió.
Ki írthes stin érimo fotiá ki armíra
ki apó ta chéria su palátia píra
ki írthes san thálassa stin ádia chóra
ke mes sta mátia su vuliázo tóra
pérase kerós den kséchasa póso s’ agapó.
Su ‘dosa filí ke mu ‘doses chóma ke neró
ki éstisa óasi mes ton keró
óspu írthe notiás ki ésvise to palió graftó
simádi t’ óniro mira stichió.
Ki írthes stin érimo fotiá ki armíra
ki apó ta chéria su palátia píra
ki írthes san thálassa stin ádia chóra
ke mes sta mátia su vuliázo tóra
pérase kerós den kséchasa póso s’ agapó.
|