Απόψε την δική σου πόλη
χτυπάν από εκατό μεριές
απόψε η νύχτα δεν τελειώνει,
βαθιά την πίστα χαρακώνει
ένα ζεϊμπέκικο ρίχνει μαχαιριές.
Κι εγώ παίρνω το δρόμο μου
και έχω εσένα στη σκέψη μου
τα δικά σου παράπονα
πιάνω μέσα στην τσέπη μου.
Κι εγώ παίρνω το δρόμο μου
μ’ όλα αυτά που σου έκανα
και ζητάω στο λόγο μου
να γυρνούσα κι ας πέθαινα.
Απόψε μ’ έφερε από κάτω
ο αντρικός εγωισμός
και στο μυαλό μου το φευγάτο
οι αναμνήσεις άνω κάτω
μία βροχή που είναι πια κατακλυσμός.
|
Apópse tin dikí su póli
chtipán apó ekató meriés
apópse i níchta den telióni,
vathiá tin písta charakóni
éna zeibékiko ríchni macheriés.
Ki egó perno to drómo mu
ke écho eséna sti sképsi mu
ta diká su parápona
piáno mésa stin tsépi mu.
Ki egó perno to drómo mu
m’ óla aftá pu su ékana
ke zitáo sto lógo mu
na girnusa ki as péthena.
Apópse m’ éfere apó káto
o antrikós egismós
ke sto mialó mu to fevgáto
i anamnísis áno káto
mía vrochí pu ine pia kataklismós.
|