Της Σφίγγας το κεντρί πονάει πολύ
Σφραγίζει διαβατήριο για σκοτεινό κατώφλι
Προφήτες πλάνοι μας μιλάνε γι’ απειλή
Και σέρνονται ξοπίσω τους ανήσυχοι οι όχλοι
Ποιος σ’ έμαθε να γεύεσαι ερημιές
Να ξεδιψάς με το ποτό που κρύβουνε οι κάκτοι
Όλα τα μπάρκα σου σε πλήρωσαν ρωγμές
Μα εσύ τον κήπο σου ποτέ δεν όρισες με φράχτη
Ποιος σ’ ύφανε με ίνες πορφυρές
Στου φεγγαριού τη χάση να εκπέμπεις πύρινη αύρα
Πάντα ζωγράφιζες τις θάλασσες βαθιές
Και στη σκακιέρα διάλεγες να παίξεις με τα μαύρα
|
Tis Sfíngas to kentrí ponái polí
Sfragizi diavatírio gia skotinó katófli
Profítes pláni mas miláne gi’ apilí
Ke sérnonte ksopíso tus anísichi i óchli
Pios s’ émathe na gevese erimiés
Na ksedipsás me to potó pu krívune i kákti
Όla ta bárka su se plírosan rogmés
Ma esí ton kípo su poté den órises me fráchti
Pios s’ ífane me ínes porfirés
Stu fengariu ti chási na ekpébis pírini avra
Pánta zográfizes tis thálasses vathiés
Ke sti skakiéra diáleges na peksis me ta mavra
|