Πίσω μου η πόλη καίγεται
σε φόντο πορφυρό.
Της λησμονιάς το κάστρο καίγεται,
ν’ αλλάξω δρόμο δεν μπορώ.
Μέσα μου η πόλη άργησε
το παρελθόν να κάψει.
Οι θύμησές μου να καούν
το σπίρτο ποιος θ’ ανάψει.
Φωριά στο Νέρωνα
που μέσα μου ημέρωνα
εφτά αιώνες τώρα.
Καρφιά στο στήθος μου
και ο σπασμένος μύθος μου
βουλιάζει σε άλλη χώρα.
Πίσω μου η πόλη κάηκε
και σύννεφα τη ζωνουν.
Οι φλόγες τούτης της φωτιάς
τη μνήμη μου τυφλώνουν.
|
Píso mu i póli kegete
se fónto porfiró.
Tis lismoniás to kástro kegete,
n’ allákso drómo den boró.
Mésa mu i póli árgise
to parelthón na kápsi.
I thímisés mu na kaun
to spírto pios th’ anápsi.
Foriá sto Nérona
pu mésa mu imérona
eftá eónes tóra.
Karfiá sto stíthos mu
ke o spasménos míthos mu
vuliázi se álli chóra.
Píso mu i póli káike
ke sínnefa ti zonun.
I flóges tutis tis fotiás
ti mními mu tiflónun.
|