Έμαθες το “πάρ’ τα όλα”
στη στημένη καραμπόλα, στο ψηλό οικόσημο,
μπήκες για καλά στην πρίζα
και προσκύνησες τη μίζα και το γρηγορόσημο.
Σου ‘χω εξηγήσει ήδη,
μας τραβάει το ταξίδι, το ωραίο γήπεδο,
γράφουμε το αντικλείδι
και χτυπάμε το παιχνίδι στο ψηλό επίπεδο.
Παίζουμε για τη φανέλα,
για το έτσι, για την τρέλα,
για την πάρτη μας, για την πάρτη μας,
δε γουστάρουμε καπέλα
και σεντόνια πουλημένα
στο κρεβάτι μας, στο κρεβάτι μας.
Στο ‘χα πει, στη Σαντορίνη,
δε γουστάρουμε ασπιρίνη από χέρια βρώμικα,
προτιμάμε, στον Περαία,
μια βραδιά με την παρέα και μια φυσαρμόνικα.
Έμαθες στα πειραγμένα,
στα παιχνίδια τα στημένα και ρωτάς ποιος το ‘κανε,
όλα για την από μέσα
και στ’ αζήτητα η μπέσα, κοροϊδάρα, κόπανε.
Παίζουμε για τη φανέλα,
για το έτσι, για την τρέλα,
για την πάρτη μας, για την πάρτη μας,
δε γουστάρουμε καπέλα
και σεντόνια πουλημένα
στο κρεβάτι μας, στο κρεβάτι μας.
Στο κρεβάτι μας, στο κρεβάτι μας.
Παίζουμε για τη φανέλα.
|
Έmathes to “pár’ ta óla”
sti stiméni karabóla, sto psiló ikósimo,
bíkes gia kalá stin príza
ke proskínises ti míza ke to grigorósimo.
Su ‘cho eksigísi ídi,
mas travái to taksídi, to oreo gípedo,
gráfume to antiklidi
ke chtipáme to pechnídi sto psiló epípedo.
Pezume gia ti fanéla,
gia to étsi, gia tin tréla,
gia tin párti mas, gia tin párti mas,
de gustárume kapéla
ke sentónia puliména
sto kreváti mas, sto kreváti mas.
Sto ‘cha pi, sti Santoríni,
de gustárume aspiríni apó chéria vrómika,
protimáme, ston Perea,
mia vradiá me tin paréa ke mia fisarmónika.
Έmathes sta piragména,
sta pechnídia ta stiména ke rotás pios to ‘kane,
óla gia tin apó mésa
ke st’ azítita i bésa, koroidára, kópane.
Pezume gia ti fanéla,
gia to étsi, gia tin tréla,
gia tin párti mas, gia tin párti mas,
de gustárume kapéla
ke sentónia puliména
sto kreváti mas, sto kreváti mas.
Sto kreváti mas, sto kreváti mas.
Pezume gia ti fanéla.
|