Φύγε, βρε μπαμπέσα, από κοντά μου,
γκρέμισες, τρελή, τα όνειρα μου,
στο ‘χα πει πως θα σε διώξω
όταν σκάρτη σε τσακώσω,
την μαγκιά μου εγώ δε θα λερώσω.
Δε γουστάρω άλλο τα φιλιά σου,
αφού σκάρτη είναι η καρδιά σου,
ξέρω φράγκο δεν αξίζεις,
ψεύτικα εσύ δακρύζεις,
αλανιάρα θέλεις να γυρίζεις.
Θέλω καθαρό το μέτωπο μου
και σπαθί γυναίκα στο πλευρό μου,
είμαι άντρας και το ξέρεις
στην αγάπη ντερμπεντέρης,
δεν μπορείς εσύ να μου τη φέρεις.
|
Fíge, vre babésa, apó kontá mu,
gkrémises, trelí, ta ónira mu,
sto ‘cha pi pos tha se diókso
ótan skárti se tsakóso,
tin magkiá mu egó de tha leróso.
De gustáro állo ta filiá su,
afu skárti ine i kardiá su,
kséro frágko den aksízis,
pseftika esí dakrízis,
alaniára thélis na girízis.
Thélo katharó to métopo mu
ke spathí gineka sto plevró mu,
ime ántras ke to kséris
stin agápi nterbentéris,
den boris esí na mu ti féris.
|