Παντρεύτηκα για να χαρώ, βρε άντρα που τον πήρα
που μ’ έριξε η τύχη μου και η κακή μου μοίρα
Είναι μπεκρής και έρχεται τα βράδια θυμωμένος.
Φέρνει ψαράκια και αυγά, αμάν, και τύφλα μεθυσμένος
κι ευθύς μου πιάνει τον καυγά, τα σπάει, τα ρημάζει
ακόμη δεν τηγάνισες, βρε στρίγγλα μου φωνάζει.
Ώσπου να βάλω τη φωτιά, τον βλέπω που κοιμάται
ώσπου να βάλω τη φωτιά, τον βλέπω και κοιμάται
την άλλη μέρα ο μπεκρής, αμάν, τίποτα δεν θυμάται.
Του βλέπω πως του πέρασε η μέθη του λιγάκι
τότε μου λέει δεν θα πιω να ξέρεις Κατινάκι
μα ‘γω τ’ ακούγω βερεσέ, πρέπει να τον αφήσω
γιατί μ’ αυτόνε το μπεκρή, αμάν, δεν ημπορώ να ζήσω.
– Αχ, τύχη που τη βρήκα η κακομοίρα.
– Ρε τι άνθρωπος είναι αυτό το παιδί, τίποτα δεν…..
– Γεια σου Σαλονικιέ μου, γεια σου.
|
Pantreftika gia na charó, vre ántra pu ton píra
pu m’ érikse i tíchi mu ke i kakí mu mira
Ine bekrís ke érchete ta vrádia thimoménos.
Férni psarákia ke avgá, amán, ke tífla methisménos
ki efthís mu piáni ton kavgá, ta spái, ta rimázi
akómi den tigánises, vre stríngla mu fonázi.
Ώspu na válo ti fotiá, ton vlépo pu kimáte
óspu na válo ti fotiá, ton vlépo ke kimáte
tin álli méra o bekrís, amán, típota den thimáte.
Tu vlépo pos tu pérase i méthi tu ligáki
tóte mu léi den tha pio na kséris Katináki
ma ‘go t’ akugo veresé, prépi na ton afíso
giatí m’ aftóne to bekrí, amán, den iboró na zíso.
– Ach, tíchi pu ti vríka i kakomira.
– Re ti ánthropos ine aftó to pedí, típota den…..
– Gia su Salonikié mu, gia su.
|