Μπήκα στο σπίτι μου κρυφά σαν νυχτερίδα
κι είχα υποψία στη γυναίκα μου βαριά
σαν άνοιξα την πόρτα μου τη βρήκα
πεσμένη σε μια ξένη αγκαλιά.
Κατατρεγμένος τώρα πια
μες στη ζωή θα ζήσω
κι άνθρωπο πια στα μάτια μου
δε θέλω ν’ αντικρίσω.
Στην παραζάλη μου, δεν μπόρεσα ν’ αντέξω
τα σπάω όλα και τα κάνω ρημαδιό
τραβώ απελπισμένα το μαχαίρι
στην τρέλα μου σκοτώνω και τους δυο.
Κατατρεγμένος τώρα πια
μες στη ζωή θα ζήσω
κι άνθρωπο πια στα μάτια μου
δε θέλω ν’ αντικρίσω.
Καθώς στο αίμα βουτηγμένη ξεψυχούσε
άκουσα που ‘λεγε στερνή της πια φορά
πως ήταν ο χαμένος αδερφός της
που γύρισε απ’ τη μαύρη ξενιτιά
|
Bíka sto spíti mu krifá san nichterída
ki icha ipopsía sti gineka mu variá
san ániksa tin pórta mu ti vríka
pesméni se mia kséni agkaliá.
Katatregménos tóra pia
mes sti zoí tha zíso
ki ánthropo pia sta mátia mu
de thélo n’ antikríso.
Stin parazáli mu, den bóresa n’ antékso
ta spáo óla ke ta káno rimadió
travó apelpisména to macheri
stin tréla mu skotóno ke tus dio.
Katatregménos tóra pia
mes sti zoí tha zíso
ki ánthropo pia sta mátia mu
de thélo n’ antikríso.
Kathós sto ema vutigméni ksepsichuse
ákusa pu ‘lege sterní tis pia forá
pos ítan o chaménos aderfós tis
pu girise ap’ ti mavri ksenitiá
|