Την πρωτόειδε μ’ ολοκόκκινα ντυμένη
καλλιτέχνης με κεφάλι αυτός ψαρό
κοριτσάκι αυτή μικρό να μαζεύει ζωηρό
παπαρούνες σε κάποιο αγρό.
Οι διαβάτες την κοιτούσαν μαγεμένοι
και περνούσαν μ’ ένα βήμα σιγανό
μ’ αυτός μες στο δειλινό είπε μ’ ύφος ταπεινό
στο λουλούδι το ζωντανό:
Παπαρούνα χαρωπή
οι διαβάτες που διαβαίνουν
σ’ αγαπούνε μα σωπαίνουν
και κανένας δε θα σου πει,
Παπαρούνα φλογερή,
παπαρούνα ζηλεμένη
ο διαβάτης που προσμένει,
άλλην δε ζητά να βρει.
Δεν τον άκουσε η δροσάτη παπαρούνα
εμεγάλωσε και πίστεψε πολλά
λόγια ενός απατηλά, ύστερ’ άλλου πιο τρελά
κατρακύλησε χαμηλά.
Ξεπεσμένη στου θεάτρου τη φουρτούνα
κει που χόρευ’ ένα βράδυ στη σκηνή
σάμπως άκουσε βραχνή να της λέει μια φωνή
απ’ τη σάλα τη σκοτεινή.
Παπαρούνα σκυθρωπή,
οι διαβάτες που διαβήκαν
σ’ αγαπήσαν μα σ’ αφήκαν
βουτηγμένη μες στη ντροπή.
Παπαρούνα σκυθρωπή,
παπαρούνα μαραμένη
ο διαβάτης που προσμένει
άλλην δε ζητά να βρει
|
Tin protóide m’ olokókkina ntiméni
kallitéchnis me kefáli aftós psaró
koritsáki aftí mikró na mazevi zoiró
paparunes se kápio agró.
I diavátes tin kitusan mageméni
ke pernusan m’ éna víma siganó
m’ aftós mes sto dilinó ipe m’ ífos tapinó
sto luludi to zontanó:
Paparuna charopí
i diavátes pu diavenun
s’ agapune ma sopenun
ke kanénas de tha su pi,
Paparuna flogerí,
paparuna zileméni
o diavátis pu prosméni,
állin de zitá na vri.
Den ton ákuse i drosáti paparuna
emegálose ke pístepse pollá
lógia enós apatilá, íster’ állu pio trelá
katrakílise chamilá.
Ksepesméni stu theátru ti furtuna
ki pu chórev’ éna vrádi sti skiní
sábos ákuse vrachní na tis léi mia foní
ap’ ti sála ti skotiní.
Paparuna skithropí,
i diavátes pu diavíkan
s’ agapísan ma s’ afíkan
vutigméni mes sti ntropí.
Paparuna skithropí,
paparuna maraméni
o diavátis pu prosméni
állin de zitá na vri
|