Της νύχτας η ακταιωρός τους πλάνητες μαζεύει,
με χάδια τους χαζεύει, με χίλια ξωτικά.
Ξεχύνεται απ’ τ’ αμπάρια της κρασί βαλσαμωμένο,
κόκκινο, κεντημένο με σταυροβελονιά.
Όσοι σέρνονται τις νύχτες
πέφτουνε σε μαύρες τρύπες
Ρίξε το σπίρτο μέσα σου, ρίξε το παραμύθι
να ζοριστούν τα στήθη και να `ρθουν πιο κοντά.
Στους άλλους πάντα δίνουμε ό,τι μας περισσεύει
μα η μέθη δυσκολεύει θαρρώ τα πράγματα.
Στη μέση η Φιλίποβνα και γύρω οδαλίσκες
ακόμα δε συνήλθες άσωτε υιέ.
Από παντού ακούγονται ζουρνάδες και νταούλια:
παρακαλάς την πούλια να ψήσει έναν καφέ
|
Tis níchtas i akteorós tus plánites mazevi,
me chádia tus chazevi, me chília ksotiká.
Ksechínete ap’ t’ abária tis krasí valsamoméno,
kókkino, kentiméno me stavroveloniá.
Όsi sérnonte tis níchtes
péftune se mavres trípes
Ríkse to spírto mésa su, ríkse to paramíthi
na zoristun ta stíthi ke na `rthun pio kontá.
Stus állus pánta dínume ó,ti mas perissevi
ma i méthi diskolevi tharró ta prágmata.
Sti mési i Filípovna ke giro odalískes
akóma de sinílthes ásote iié.
Apó pantu akugonte zurnádes ke ntaulia:
parakalás tin pulia na psísi énan kafé
|