Γεράκια πέσανε στη γη
και οι λαοί χωρίς φωνή έγιναν οδοιπόροι.
Και θλίβεται ο ουρανός
που της δικαίωσης το φως γίνεται μοιρολόι.
Πώς να γυρίσω τα νερά σε αντίθετη πορεία
να ξαναχτίσω γέφυρες που είχαν ιστορία.
Να ξανατρέξουν με ορμή και τα ξερά ποτάμια,
να ξεδιψάσουν τα πουλιά απ’ της φωτιάς τη λαύρα.
Μικρή πατρίδα μου εσύ
στου παραλόγου τη σκηνή όμηρο σε κρατούνε.
Σε ορίζουνε χίλια θεριά
και λαβωμένα τα πουλιά φεύγουνε να σωθούνε.
Πώς να γυρίσω τα νερά σε αντίθετη πορεία
να ξαναχτίσω γέφυρες που είχαν ιστορία.
Να ξανατρέξουν με ορμή και τα ξερά ποτάμια,
να ξεδιψάσουν τα πουλιά απ’ της φωτιάς τη λαύρα.
Ποτέ δε θα καταλάβω
γιατί ακόμα και ο αέρας που αναπνέω
μ’ ανατριχιάζει αδερφέ μου, σε αυτό τόπο,
σε αυτά τα χώματα είναι οι μυρωδιές μου.
Δε γκρεμίστηκαν οι γέφυρες,
μερικές πέτρες πήρανε αδερφέ μου,
μερικές πέτρες.
Να ξανατρέξουν με ορμή και τα ξερά ποτάμια,
να ξεδιψάσουν τα πουλιά απ’ της φωτιάς τη λαύρα.
|
Gerákia pésane sti gi
ke i lai chorís foní éginan odipóri.
Ke thlívete o uranós
pu tis dikeosis to fos ginete mirolói.
Pós na giríso ta nerá se antítheti poria
na ksanachtíso géfires pu ichan istoría.
Na ksanatréksun me ormí ke ta kserá potámia,
na ksedipsásun ta puliá ap’ tis fotiás ti lavra.
Mikrí patrída mu esí
stu paralógu ti skiní ómiro se kratune.
Se orízune chília theriá
ke lavoména ta puliá fevgune na sothune.
Pós na giríso ta nerá se antítheti poria
na ksanachtíso géfires pu ichan istoría.
Na ksanatréksun me ormí ke ta kserá potámia,
na ksedipsásun ta puliá ap’ tis fotiás ti lavra.
Poté de tha katalávo
giatí akóma ke o aéras pu anapnéo
m’ anatrichiázi aderfé mu, se aftó tópo,
se aftá ta chómata ine i mirodiés mu.
De gkremístikan i géfires,
merikés pétres pírane aderfé mu,
merikés pétres.
Na ksanatréksun me ormí ke ta kserá potámia,
na ksedipsásun ta puliá ap’ tis fotiás ti lavra.
|