Πάρε τα δώρα της ψυχής σου να ‘ρθεις.
Σου ετοίμασα τη μαύρη κάμαρά μου.
Στον κήπο μου αρρώστησεν ο Μάρτης
κι αρρώστησεν ο Μάρτης στην καρδιά μου.
Πάρε του πόνου σου τη σμύρνα κι έλα.
Όλα θε να σ’ αρέσουν, έχω κόψει
το ρόδο, στο παράθυρο, που εγέλα
την αυστηρή μου βλέποντας την όψη.
Πάρε απαλά τον οίκτο σου να φτάσεις
και πάρε του καημού σου τη γαλήνη.
Στα μάτια μου το χέρι θα περάσεις,
το βραδινό μου δέος για ν’ απαλύνει.
|
Páre ta dóra tis psichís su na ‘rthis.
Su etimasa ti mavri kámará mu.
Ston kípo mu arróstisen o Mártis
ki arróstisen o Mártis stin kardiá mu.
Páre tu pónu su ti smírna ki éla.
Όla the na s’ arésun, écho kópsi
to ródo, sto paráthiro, pu egéla
tin afstirí mu vlépontas tin ópsi.
Páre apalá ton ikto su na ftásis
ke páre tu kaimu su ti galíni.
Sta mátia mu to chéri tha perásis,
to vradinó mu déos gia n’ apalíni.
|