Γιατί μου λες και στο γιατί είμαι κι εγώ χαμένος
Σε μια ομίχλη από γνωστούς και φίλους μεθυσμένους
Κάτι σου πνίγει τη φωνή και θέλεις να φωνάξεις
Θέλεις να φύγεις μακριά, πίσω να μην κοιτάξεις
Πάρε χρώμα απ’ τις πληγές σου, ντύσου κόκκινα
κόψε τα σχοινιά πριν γίνουν συρματόσχοινα
Είναι οι ώρες δύσκολες τα βράδια και σε πνίγουν
Θέλεις αέρα, θέλεις φως κι οι πόρτες δεν ανοίγουν
Κάτι σου πνίγει τη φωνή και θέλεις να φωνάξεις
τα ρούχα που σε σφίγγουνε θέλεις να τα πετάξεις
|
Giatí mu les ke sto giatí ime ki egó chaménos
Se mia omíchli apó gnostus ke fílus methisménus
Káti su pnígi ti foní ke thélis na fonáksis
Thélis na fígis makriá, píso na min kitáksis
Páre chróma ap’ tis pligés su, ntísu kókkina
kópse ta schiniá prin ginun sirmatóschina
Ine i óres dískoles ta vrádia ke se pnígun
Thélis aéra, thélis fos ki i pórtes den anigun
Káti su pnígi ti foní ke thélis na fonáksis
ta rucha pu se sfíngune thélis na ta petáksis
|