Τίποτα δεν είχε μείνει να το εμπιστευθείς
κι από όσα είχαν γίνει, ήθελες να βγεις,
τίποτα δε συγχωρούσες από τα παλιά,
μια φωτιά μόνο ζητούσες, μ’ ένα σκέτο “γεια”.
Πάρε φωτιά απ’ τα μάτια μου
κι απ’ την αλήθεια της καρδιάς,
τ’ άστρα και τα φεγγάρια μου
ν’ ανάψουνε για ‘μας.
Με δυο σύννεφα στα μάτια ήσουνα εκεί
και δε σ’ ένοιαζε αν ήταν Τρίτη ή Κυριακή,
τίποτα δεν αγαπούσες, ίδια η μοναξιά,
μια φωτιά μόνο ζητούσες, μ’ ένα σκέτο “γεια”.
Πάρε φωτιά απ’ τα μάτια μου
κι απ’ την αλήθεια της καρδιάς,
τ’ άστρα και τα φεγγάρια μου
ν’ ανάψουνε για ‘μας.
|
Típota den iche mini na to ebistefthis
ki apó ósa ichan gini, ítheles na vgis,
típota de sigchoruses apó ta paliá,
mia fotiá móno zituses, m’ éna skéto “gia”.
Páre fotiá ap’ ta mátia mu
ki ap’ tin alíthia tis kardiás,
t’ ástra ke ta fengária mu
n’ anápsune gia ‘mas.
Me dio sínnefa sta mátia ísuna eki
ke de s’ éniaze an ítan Tríti í Kiriakí,
típota den agapuses, ídia i monaksiá,
mia fotiá móno zituses, m’ éna skéto “gia”.
Páre fotiá ap’ ta mátia mu
ki ap’ tin alíthia tis kardiás,
t’ ástra ke ta fengária mu
n’ anápsune gia ‘mas.
|